ξυλάδικο

ξυλάδικο
το
1. κατάστημα στο οποίο πωλείται ξυλεία, ξυλεμπορικό
2. κατάστημα όπου πωλούνται καυσόξυλα ή κάρβουνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξυλάδικο — το κατάστημα όπου πουλιέται οικοδομήσιμη ή καύσιμη ξυλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυλεμπορικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλέμπορο ή στο ξυλεμπόριο 2. το ουδ. ως ουσ. το ξυλεμπορικό κατάστημα όπου πωλείται ξυλεία, ξυλάδικο …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπώλιον — ξυλοπώλιον, τὸ (Α) [ξυλοπώλης] κατάστημα όπου πωλούνται ξύλα, ξυλάδικο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”